Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
access /ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο; USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση

GT GD C H L M O
accordance /əˈkɔː.dəns/ = NOUN: συμφωνία; USER: συμφωνία, σύμφωνα, βάσει, φωνα, κατά

GT GD C H L M O
acquired /əˈkwaɪər/ = ADJECTIVE: επίκτητος; USER: αποκτήθηκαν, απέκτησε, αποκτήσει, αποκτηθεί, αποκτήθηκε

GT GD C H L M O
addresses /əˈdres/ = NOUN: διεύθυνση, προσφώνηση; VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ; USER: διευθύνσεις, διευθύνσεων, τις διευθύνσεις, διεύθυνση, στην διεύθυνση

GT GD C H L M O
administer /ədˈmɪn.ɪ.stər/ = VERB: διαχειρίζομαι, παρέχω, δίδω; USER: διαχείριση, τη διαχείριση, διαχειρίζεται, διαχειρίζονται, χορήγηση

GT GD C H L M O
adopted /əˈdɒp.tɪd/ = ADJECTIVE: θετός; USER: θεσπίζονται, εγκρίθηκε, ενέκρινε, υιοθέτησε, εξέδωσε

GT GD C H L M O
agents /ˈeɪ.dʒənt/ = NOUN: μέσο, παράγων, πράκτορας, αντιπρόσωπος, συντελεστής, αγών, πράκτωρας; USER: παράγοντες, πράκτορες, παραγόντων, μέσα, πρακτόρων

GT GD C H L M O
aggregated /ˈæɡ.rɪ.ɡeɪt/ = VERB: συναθροίζω, αθροίζω; USER: συγκεντρωτικά, συγκεντρωτική, συγκεντρωτικές, συγκεντρωτικών, συγκεντρωτικό

GT GD C H L M O
agree /əˈɡriː/ = VERB: συμφωνώ, δέχομαι; USER: συμφωνώ, συμφωνούν, συμφωνήσουν, συμφωνήσει, συμφωνείτε, συμφωνείτε

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
among /əˈmʌŋ/ = PREPOSITION: αναμεταξύ; USER: μεταξύ, μεταξύ των, ανάμεσα, ανάμεσα σε, στους, στους

GT GD C H L M O
analyzing /ˈæn.əl.aɪz/ = VERB: αναλύω; USER: αναλύοντας, ανάλυση, την ανάλυση, ανάλυσης, αναλύει

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
another /əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος; USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο

GT GD C H L M O
anti /ˈæn.ti/ = PREFIX: αντι-; USER: αντι, anti, κατά, καταπολέμησης, καταπολέμηση

GT GD C H L M O
any /ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας; USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε

GT GD C H L M O
applicable /əˈplɪk.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: εφαρμόσιμος; USER: εφαρμόζεται, εφαρμόζονται, ισχύει, ισχύουν, εφαρμοστέο

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
assets /ˈaset/ = NOUN: ακίνητη περιουσία, ενεργητικόν; USER: ενεργητικού, περιουσιακά στοιχεία, περιουσιακών στοιχείων, στοιχεία ενεργητικού, περιουσιακά

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
authentication /ɔːˈθen.tɪ.keɪt/ = NOUN: πιστοποίηση, επικύρωση; USER: πιστοποίηση, επικύρωση, ταυτότητας, ελέγχου ταυτότητας, έλεγχο ταυτότητας

GT GD C H L M O
authorize /ˈɔː.θər.aɪz/ = VERB: εξουσιοδοτώ, εγκρίνω; USER: επιτρέπουν, εγκρίνει, εγκρίνουν, επιτρέψει, επιτρέπει

GT GD C H L M O
available /əˈveɪ.lə.bl̩/ = ADJECTIVE: διαθέσιμος; USER: διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμο, διαθέσιμες, διαθέσιμη, διαθέσιμη

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
because /bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι; USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί

GT GD C H L M O
behalf /bɪˈhɑːf/ = NOUN: χάρη, συμφέρο; USER: λογαριασμό, ονόματος, εξ ονόματος, εκ μέρους, μέρους

GT GD C H L M O
business /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
businesses /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχειρήσεις, επιχειρήσεων, τις επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις, των επιχειρήσεων

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
care /keər/ = NOUN: φροντίδα, περίθαλψη, προσοχή, έγνοια, σκοτούρα; VERB: φροντίζω, νοιάζομαι; USER: φροντίδα, περίθαλψη, νοιάζονται, νοιάζει, φροντίσει

GT GD C H L M O
collect /kəˈlekt/ = VERB: συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, παίρνω, εισπράττω, περισυλλέγω, περιμαζεύω, συγκεντρώνομαι, συμμαζεύω, κάνω έρανο; NOUN: προσευχή; USER: συλλέγουν, συλλέγει, συλλογή, συλλέξει, τη συλλογή

GT GD C H L M O
collection /kəˈlek.ʃən/ = NOUN: συλλογή, είσπραξη, έρανος, σωρός; USER: συλλογή, είσπραξη, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξης

GT GD C H L M O
combination /ˌkɒm.bɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: μάχη, πάλη, αγών; VERB: μάχομαι, πολεμώ; USER: συνδυασμός, συνδυασμό, συνδυασμού, ο συνδυασμός

GT GD C H L M O
communicate /kəˈmyo͞onəˌkāt/ = VERB: επικοινωνώ, ανακοινώνω, μεταδίδω, συνεννοούμαι, κοινωνώ, μεταβιβάζω; USER: επικοινωνώ, επικοινωνούν, ανακοινώνουν, κοινοποιούν, επικοινωνία

GT GD C H L M O
complete /kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: πλήρης, ολοκληρωμένος, τέλειος, τελειωμένος, ολικός; VERB: ολοκληρώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω; USER: πλήρης, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωση, ολοκληρώσετε

GT GD C H L M O
compliance /kəmˈplaɪ.əns/ = NOUN: συμμόρφωση, ενδοτικότητα, υποταγή, υποχωρητικότης; USER: συμμόρφωση, συμμόρφωσης, τήρηση, σύμφωνα, τη συμμόρφωση

GT GD C H L M O
comply /kəmˈplaɪ/ = VERB: συμμορφώνομαι, συμμορφούμαι; USER: συμμορφώνονται, συμμορφώνεται, συμμορφωθεί, συμμορφωθούν, τηρούν

GT GD C H L M O
conduct /kənˈdʌkt/ = NOUN: συμπεριφορά, διεξαγωγή, διαγωγή, οδηγία; VERB: διευθύνω, διεξάγω, καθοδηγώ, άγω, οδηγώ, φέρω; USER: συμπεριφορά, διεξαγωγή, τη διεξαγωγή, διεξάγει, διεξάγουν

GT GD C H L M O
confidential /ˌkɒn.fɪˈden.ʃəl/ = ADJECTIVE: εμπιστευτικός, απόρρητος; USER: εμπιστευτικός, εμπιστευτικές, εμπιστευτικά, εμπιστευτικών, εμπιστευτική

GT GD C H L M O
consent /kənˈsent/ = NOUN: συγκατάθεση, συναίνεση, συγκατάβαση; VERB: συγκατατίθεμαι, αποδέχομαι, στέργω, συγκατίθεμαι, συναίνω; USER: συγκατάθεση, συναίνεση, συγκατάθεσή, τη συγκατάθεσή, συγκατάθεσης

GT GD C H L M O
contact /ˈkɒn.tækt/ = NOUN: επαφή, γνωριμία; VERB: έρχομαι σε επαφή, συναντώ, έρχομαι εις επαφήν; USER: επαφή, επικοινωνήστε, επικοινωνήσετε, επικοινωνήστε με, επικοινωνήσετε με

GT GD C H L M O
contractual //kənˈtrakCHo͞oəl/ = ADJECTIVE: του συμβολαίου; USER: συμβατικών, συμβατικής, συμβατική, συμβατικές, συμβατικό

GT GD C H L M O
corruption /kəˈrʌp.ʃən/ = NOUN: διαφθορά, δωροδοκία, φθορά, αλλοίωση, παραφθορά; USER: διαφθορά, δωροδοκία, διαφθοράς, της διαφθοράς, δωροδοκίας

GT GD C H L M O
court /kɔːt/ = NOUN: δικαστήριο, γήπεδο, αυλή, προαύλιο, ανάκτορο, μέγαρο, περιποίηση, φλερτ; VERB: ερωτοτροπώ, περιποιούμαι, κορτάρω; USER: δικαστήριο, γήπεδο, Δικαστηρίου, του Δικαστηρίου, δικαστικών

GT GD C H L M O
covered /-kʌv.əd/ = ADJECTIVE: σκεπαστός; USER: καλύπτονται, καλύπτεται, που καλύπτονται, που, καλύπτει

GT GD C H L M O
customer /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης; USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών

GT GD C H L M O
customers /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες; USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών

GT GD C H L M O
data /ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο; USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα

GT GD C H L M O
described /dɪˈskraɪb/ = VERB: περιγράφω, χαρακτηρίζω; USER: περιγράφεται, περιγράφονται, περιγράφηκε, περιγραφεί, που περιγράφονται, που περιγράφονται

GT GD C H L M O
developed /dɪˈvel.əpt/ = ADJECTIVE: αναπτηγμένος; USER: αναπτύχθηκε, αναπτύχθηκαν, αναπτυχθεί, ανεπτυγμένες, αναπτυγμένες, αναπτυγμένες

GT GD C H L M O
development /dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση; USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης

GT GD C H L M O
diligence /ˈdɪl.ɪ.dʒənt/ = NOUN: επιμέλεια, προκοπή, ταχυδρομική άμαξα; USER: επιμέλεια, επιμέλειας, υποχρέωσης επιμέλειας, επιμελείας, ευσυνειδησίας

GT GD C H L M O
direct /daɪˈrekt/ = ADJECTIVE: απευθείας, άμεσος, ευθύς, ειλικρινής; VERB: διευθύνω, απευθύνω, κατευθύνω, δείχνω; USER: κατευθύνουν, κατευθύνει, άμεση, διευθύνουν, απευθείας

GT GD C H L M O
disclose /dɪˈskləʊz/ = VERB: αποκαλύπτω, φανερώνω; USER: αποκαλύπτουν, γνωστοποιεί, αποκαλύπτει, γνωστοποιήσει, αποκαλύψει

GT GD C H L M O
disclosing /dɪˈskləʊz/ = VERB: αποκαλύπτω, φανερώνω; USER: αποκάλυψη, αποκαλύπτει, γνωστοποιώντας, αποκαλύπτουν, δημοσιοποίηση

GT GD C H L M O
disclosure /dɪˈskləʊ.ʒər/ = NOUN: αποκάλυψη, παράθεση; USER: αποκάλυψη, γνωστοποίηση, κοινοποίηση, δημοσιοποίηση, κοινολόγηση

GT GD C H L M O
divisions /dɪˈvɪʒ.ən/ = NOUN: διαίρεση, τμήμα, μεραρχία, διχασμός, μοίρασια, συνομοταξία, μεταρχία; USER: διαιρέσεις, τμήματα, διασπάσεις, διαιρέσεων, τμημάτων

GT GD C H L M O
do /də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; NOUN: ντο, υποδοχή; USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε

GT GD C H L M O
documentation /ˌdɒk.jʊ.menˈteɪ.ʃən/ = NOUN: απόδειξη με έγγραφα; USER: τεκμηρίωση, τεκμηρίωσης, έγγραφα, τεκμηρίωση του, τεκμηρίωση που

GT GD C H L M O
done /dʌn/ = ADJECTIVE: γινώμενος, καμωμένος; USER: γίνεται, γίνει, κάνει, γίνονται, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
due /djuː/ = ADJECTIVE: οφειλόμενος, ληξιπρόθεσμος; USER: λόγω, λόγω της, οφείλεται, οφείλονται, εξαιτίας

GT GD C H L M O
e /iː/ = NOUN: μι; USER: ε, e, ηλεκτρονικού, Αποστολή e, ηλεκτρονικό

GT GD C H L M O
email /ˈiː.meɪl/ = USER: e-mail, email, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ταχυδρομείου, ταχυδρομείου

GT GD C H L M O
employee /ɪmˈplɔɪ.iː/ = NOUN: υπάλληλος; USER: υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο

GT GD C H L M O
employees /ɪmˈplɔɪ.iː/ = NOUN: υπάλληλος; USER: υπαλλήλους, εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι, εργαζομένων, εργαζόμενους

GT GD C H L M O
encryption /ɪnˈkrɪpt/ = USER: κρυπτογράφησης, κρυπτογράφηση, την κρυπτογράφηση, κρυπτοθέτησης

GT GD C H L M O
enforce /ɪnˈfɔːs/ = VERB: επιβάλλω, θέτω σε ενέργεια; USER: επιβάλουν, επιβολή, την επιβολή, επιβάλλουν, επιβάλει

GT GD C H L M O
engagement /enˈgājmənt/ = NOUN: σύμπλεξη, συμπλοκή, αρραβώνες, μνηστεία, ασχολία, υπόσχεση; USER: σύμπλεξη, δέσμευση, εμπλοκή, αρραβώνων, εμπλοκής

GT GD C H L M O
establish /ɪˈstæb.lɪʃ/ = VERB: ιδρύω, εγκαθιστώ, αποδεικνύω, καθιερώνω; USER: δημιουργία, θεσπίσει, θέσπιση, καθιερώσει, καθιέρωση

GT GD C H L M O
etc /ɪt.ˈset.ər.ə/ = ADVERB: και τα λοιπά; USER: κλπ, κλπ., κ.λπ., etc, κτλ, κτλ

GT GD C H L M O
event /ɪˈvent/ = NOUN: συμβάν; USER: συμβάν, περίπτωση, εκδήλωση, γεγονός, περιπτώσει

GT GD C H L M O
explicitly /ɪkˈsplɪs.ɪt/ = USER: ρητά, ρητώς, ρητή, σαφώς

GT GD C H L M O
family /ˈfæm.əl.i/ = NOUN: οικογένεια, γένος, σόι; USER: οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακό, οικογενειακή, οικογένειά

GT GD C H L M O
financial /faɪˈnæn.ʃəl/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός; NOUN: γενική λογιστική; USER: χρηματοδοτική, οικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
functions /ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα; USER: λειτουργίες, συναρτήσεις, λειτουργιών, τις λειτουργίες, καθήκοντα

GT GD C H L M O
g /dʒiː/ = NOUN: σολ; USER: g, ζ, γρ, γραμ.

GT GD C H L M O
gather /ˈɡæð.ər/ = VERB: μαζεύω, συλλέγω, συναθροίζω, συνάγω, συναθροίζομαι; USER: συγκεντρώσει, συγκεντρώνουν, συλλέξει, συγκεντρωθούν, συγκεντρώνει

GT GD C H L M O
global /ˈɡləʊ.bəl/ = ADJECTIVE: καθολικός, σφαιρικός; USER: παγκόσμια, παγκόσμιο, παγκόσμιων, παγκόσμιες, παγκόσμιας

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
help /help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός; VERB: βοηθώ; USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει

GT GD C H L M O
identifiable /īˈdentiˌfīəbəl/ = USER: αναγνωρίσιμα, αναγνωρίσιμες, αναγνωρίσιμο, αναγνωρίσιμων, αναγνωρίσιμη

GT GD C H L M O
improve /ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω; USER: βελτίωση, τη βελτίωση της, βελτίωση της, τη βελτίωση, βελτιώσει, βελτιώσει

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
inc /ɪŋk/ = USER: inc, Φ.Π.Α., με Φ.Π.Α., βαρών, περ.

GT GD C H L M O
includes /ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω; USER: περιλαμβάνει, συμπεριλαμβάνει, περιλαμβάνονται, περιλαμβάνει την, περιλαμβάνουν

GT GD C H L M O
indirect /ˌɪn.daɪˈrekt/ = ADJECTIVE: έμμεσος, πλάγιος; USER: έμμεσος, έμμεση, έμμεσες, έμμεσης, έμμεσων

GT GD C H L M O
individuals /ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο; USER: άτομα, ιδιώτες, τα άτομα, πρόσωπα, ατόμων

GT GD C H L M O
information /ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση; USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία

GT GD C H L M O
inquiries /ɪnˈkwaɪə.ri/ = NOUN: έρευνα, εξέταση, ερώτηση, αίτηση πληροφορίων; USER: έρευνες, ερευνών, τις έρευνες, πληροφορίες, ερωτήσεις

GT GD C H L M O
intercompany = USER: μεταξύ επιχειρήσεων, διεταιρικών,

GT GD C H L M O
interest /ˈɪn.trəst/ = NOUN: τόκος, συμφέρο, ενδιαφέρο; VERB: ενδιαφέρω; USER: τόκος, ενδιαφέροντος, ενδιαφέρον, συμφέρον, συμφέροντος

GT GD C H L M O
internally /ɪnˈtɜː.nəl/ = ADVERB: εσωτερικώς; USER: εσωτερικώς, εσωτερικά, εσωτερικό, στο εσωτερικό, εσωτερικό της

GT GD C H L M O
introduce /ˌɪn.trəˈdjuːs/ = VERB: παρουσιάζω, εισάγω, συστήνω, συνιστώ; USER: εισαγάγει, εισάγουν, εισαγάγουν, εισαγωγή, εισάγει

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
know /nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα; USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε

GT GD C H L M O
last /lɑːst/ = ADJECTIVE: τελευταίος, τελικός, ύστατος; NOUN: καλαπόδι; VERB: διαρκώ; USER: τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίας, περασμένο, περασμένο

GT GD C H L M O
law /lɔː/ = NOUN: νόμος, νομική, δίκαιο νομικής; ADJECTIVE: νομικός; USER: νόμος, νομική, δικαίου, δίκαιο, νόμου

GT GD C H L M O
learn /lɜːn/ = VERB: μαθαίνω, μανθάνω, πηδώ; USER: μάθετε, μαθαίνουν, να μάθουν, μάθουν, μάθει, μάθει

GT GD C H L M O
let /let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω; NOUN: μίσθωση, κώλυμα; USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε

GT GD C H L M O
limiting /ˈlɪm.ɪ.tɪŋ/ = VERB: περιορίζω, συμπτύσσω; USER: περιορίζοντας, περιορισμό, τον περιορισμό, περιορίζει, περιορισμού

GT GD C H L M O
maintain /meɪnˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι; USER: διατηρούν, διατηρηθεί, διατήρηση, διατηρήσει, διατηρεί

GT GD C H L M O
may /meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may; USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν

GT GD C H L M O
member /ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος; USER: μέλος, μέλη, μέλους, του μέλους, μελών

GT GD C H L M O
members /ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος; USER: μέλη, τα μέλη, μελών, μέλη της, μέλη του

GT GD C H L M O
names /neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη; VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω; USER: ονόματα, τα ονόματα, ονομάτων, ονομασίες, ονόματα των

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
notice /ˈnəʊ.tɪs/ = NOUN: ανακοίνωση, ειδοποίηση, προσοχή, είδηση, αναγγελία, παραγγελία, κριτικό σημείωμα; VERB: παρατηρώ, προσέχω; USER: ανακοίνωση, ειδοποίηση, παρατηρώ, παρατηρήσετε, την ανακοίνωση

GT GD C H L M O
numerous /ˈnjuː.mə.rəs/ = ADJECTIVE: πολυάριθμος; USER: πολυάριθμες, πολλές, πολυάριθμα, πολλά, πολυάριθμων

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
offer /ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση; VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω; USER: προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει, προσφέρουμε, παρέχουν

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
opportunities /ˌɒp.əˈtjuː.nə.ti/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα; USER: ευκαιρίες, ευκαιριών, δυνατότητες, τις ευκαιρίες, ευκαιρίες για, ευκαιρίες για

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
orders /ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας; VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω; USER: παραγγελίες, παραγγελιών, εντολές, εντολών, διαταγές

GT GD C H L M O
other /ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος; USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους

GT GD C H L M O
others /ˈʌð.ər/ = USER: άλλοι, άλλα, άλλους, άλλων, άλλες

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
outside /ˌaʊtˈsaɪd/ = ADVERB: εκτός, έξω, απέξω; ADJECTIVE: εξωτερικός; NOUN: εξωτερικό μέρος; USER: έξω, εκτός, έξω από, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερική

GT GD C H L M O
part /pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος; VERB: χωρίζω, χωρίζομαι; USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο

GT GD C H L M O
parties /ˈpɑː.ti/ = NOUN: κόμμα, ομάδα, πάρτι, πρόσωπο, πάρτυ, παρέα, διασκέδαση, άγημα, μερίς, κόμμα πολιτικό, ομάς, φατρία, εσπερίς; USER: μέρη, κόμματα, μερών, συμβαλλόμενα μέρη, τα μέρη

GT GD C H L M O
partner /ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής; USER: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, εταίρους, εταίρο

GT GD C H L M O
party /ˈpɑː.ti/ = NOUN: κόμμα, ομάδα, πάρτι, πρόσωπο, πάρτυ, παρέα, διασκέδαση, άγημα, μερίς, κόμμα πολιτικό, ομάς, φατρία, εσπερίς; USER: κόμμα, πάρτι, πάρτυ, κόμματος, διάδικος

GT GD C H L M O
perform /pəˈfɔːm/ = VERB: εκτελώ, παριστάνω εν θεάτρω; USER: εκτελέσει, εκτελούν, εκτέλεση, εκτελεί, εκτελέσετε

GT GD C H L M O
personally /ˈpɜː.sən.əl.i/ = ADVERB: προσωπικά, προσωπικώς; USER: προσωπικά, προσωπική, προσωπικές, προσωπικώς

GT GD C H L M O
policy /ˈpɒl.ə.si/ = NOUN: πολιτική, τακτική, ασφαλιστικό συμβόλαιο, συμβόλαιο ασφάλειας; USER: πολιτική, πολιτικής, της πολιτικής, την πολιτική, πολιτικών

GT GD C H L M O
practices /ˈpræk.tɪs/ = NOUN: πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση, συνήθεια, χρήση, πείρα, έθιμο, πελατεία, μάθηση; VERB: εξασκώ, ασκούμαι, εφαρμόζω; USER: πρακτικές, πρακτικών, τις πρακτικές, των πρακτικών, πρακτικές που

GT GD C H L M O
pre /priː-/ = PREFIX: προ-; USER: προ, πριν, pre, προ της, πριν από

GT GD C H L M O
preparing /prɪˈpeər/ = VERB: προετοιμάζω, ετοιμάζω, παρασκευάζω, προπαρασκευάζω; USER: προετοιμασία, την προετοιμασία, παρασκευή, προετοιμασία των, προετοιμάζει

GT GD C H L M O
prevent /prɪˈvent/ = VERB: εμποδίζω, προλαμβάνω, προλαβαίνω; USER: πρόληψη, την πρόληψη, εμποδίζουν, αποτροπή, αποτρέψει

GT GD C H L M O
privacy /ˈprɪv.ə.si/ = NOUN: μυστικότητα, ησυχία, μοναξιά, ερημιά, μυστικότης; USER: μυστικότητα, ησυχία, προστασία προσωπικών δεδομένων, ιδιωτικής ζωής, προσωπικών δεδομένων

GT GD C H L M O
procedures /prəˈsiː.dʒər/ = NOUN: διαδικασία, πορεία, τρόπος ενέργειας, διάβημα; USER: διαδικασίες, διαδικασιών, οι διαδικασίες, τις διαδικασίες, των διαδικασιών

GT GD C H L M O
process /ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση; VERB: κατεργάζομαι; USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία

GT GD C H L M O
products /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που

GT GD C H L M O
promoting /prəˈməʊt/ = VERB: προάγω, προβιβάζω, παροτρύνω; USER: την προώθηση της, προώθηση της, προωθώντας, προώθηση, την προώθηση

GT GD C H L M O
promotion /prəˈməʊ.ʃən/ = NOUN: προαγωγή, προβολή, προβιβασμός; USER: προαγωγή, προβολή, προώθηση, προώθησης, την προώθηση

GT GD C H L M O
property /ˈprɒp.ə.ti/ = NOUN: ιδιοκτησία, ιδιότητα, περιουσία, κυριότητα, ιδιότης, κυριότης; USER: ιδιοκτησία, περιουσία, ιδιότητα, κυριότητα, ιδιοκτησίας

GT GD C H L M O
protect /prəˈtekt/ = VERB: προστατεύω, προφυλάσσω, υποθάλπω; USER: προστασία, την προστασία, προστατεύουν, προστατεύσουν, προστατεύσει

GT GD C H L M O
provide /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή

GT GD C H L M O
provided /prəˈvīd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχεται, παρέχονται, που, προβλέπεται, εφόσον

GT GD C H L M O
providers /prəˈvaɪ.dər/ = NOUN: προμηθευτής, χορηγός; USER: παρόχους, πάροχοι, παρόχων, οι πάροχοι, παροχείς

GT GD C H L M O
providing /prəˈvaɪd/ = NOUN: χορήγηση; USER: χορήγηση, παροχή, παρέχοντας, την παροχή, παρέχει

GT GD C H L M O
publicly /ˈpʌb.lɪ.kli/ = ADVERB: δημοσίως; USER: δημοσίως, κοινό, δημόσια, στο κοινό, δημόσιο

GT GD C H L M O
purchase /ˈpɜː.tʃəs/ = NOUN: αγορά, στήριγμα, παλάγκο; VERB: αγοράζω, ψωνίζω; USER: αγορά, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράζουν, την αγορά

GT GD C H L M O
purposes /ˈpɜː.pəs/ = NOUN: σκοπός, πρόθεση, προορισμός; VERB: σκοπεύω, προτίθεμαι; USER: σκοπούς, τους σκοπούς, λόγους, σκοπό

GT GD C H L M O
questionnaires /ˌkwesCHəˈne(ə)r/ = NOUN: ερωτηματολόγιο; USER: ερωτηματολόγια, ερωτηματολογίων, τα ερωτηματολόγια, ερωτηματολόγια που, ερωτηματολόγιο

GT GD C H L M O
reason /ˈriː.zən/ = NOUN: λόγος, αιτία, λογικό, φρένα; VERB: συζητώ, λογικεύομαι, κρίνω; USER: λόγος, αιτία, λόγο, λόγω, λόγος για, λόγος για

GT GD C H L M O
regulations /ˌreɡ.jʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: κανονισμοί; USER: κανονισμοί, κανονισμούς, κανονισμών, κανονιστικές, κανονιστικών

GT GD C H L M O
related /rɪˈleɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: συγγενεύων; USER: που σχετίζονται, σχετίζονται, σχετίζεται, αφορούν, συνδέονται

GT GD C H L M O
relationships /rɪˈleɪ.ʃən.ʃɪp/ = NOUN: σχέση, συγγένεια; USER: σχέσεις, σχέσεων, τις σχέσεις, οι σχέσεις, των σχέσεων

GT GD C H L M O
relevant /ˈrel.ə.vənt/ = ADJECTIVE: σχετικός, πρέπων; USER: σχετικές, σχετική, σχετικών, σχετικά, σχετικό

GT GD C H L M O
renew /rɪˈnjuː/ = VERB: αφαιρώ, απομακρύνω, βγάζω, μετακινώ, μεταφέρω, μετακομίζω, μεταθέτω, προάγομαι; USER: ανανεώσει, ανανέωση, ανανεώσουν, την ανανέωση, ανανεώνουν

GT GD C H L M O
reporting /rɪˈpɔːt/ = VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω; USER: εκθέσεων, την υποβολή εκθέσεων, υποβολή εκθέσεων, αναφορά, αναφοράς

GT GD C H L M O
request /rɪˈkwest/ = NOUN: αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση; VERB: ζητώ, παρακαλώ; USER: ζητήσει, να ζητήσει, ζητήσουν, ζητούν, ζητά

GT GD C H L M O
requests /rɪˈkwest/ = NOUN: αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση; VERB: ζητώ, παρακαλώ; USER: αιτήσεις, αιτήματα, αιτήσεων, ζητά, ζητεί

GT GD C H L M O
respond /rɪˈspɒnd/ = VERB: απαντώ, αποκρίνομαι; USER: ανταποκρίνονται, ανταποκριθεί, ανταποκριθούν, απαντήσει, ανταποκρίνεται

GT GD C H L M O
restrictions /rɪˈstrɪk.ʃən/ = NOUN: περιορισμός; USER: περιορισμούς, περιορισμοί, περιορισμών, τους περιορισμούς, οι περιορισμοί

GT GD C H L M O
reveal /rɪˈviːl/ = VERB: αποκαλύπτω, εμφανίζω; USER: αποκαλύπτουν, αποκαλύψουν, αποκαλύψει, αποκαλύπτει, φανερώνουν

GT GD C H L M O
reviewing /rɪˈvjuː/ = VERB: αναθεωρώ; USER: επανεξέταση, αναθεώρηση, την αναθεώρηση, την επανεξέταση, επανεξετάζει

GT GD C H L M O
rights /raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό; VERB: δικαιώ, επανορθώ; USER: δικαιώματα, τα δικαιώματα, δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων, δικαιώματα των

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
safety /ˈseɪf.ti/ = NOUN: ασφάλεια, σιγουριά; ADJECTIVE: ασφαλής; USER: ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας

GT GD C H L M O
sale /seɪl/ = NOUN: πώληση, εκπτώσεις, πώλησις, ευκαιρία; USER: πώληση, πώλησης, Τιμή πώλησης, Τιμή πώλησης

GT GD C H L M O
security /sɪˈkjʊə.rɪ.ti/ = NOUN: ασφάλεια, εγγύηση, ασφάλιση, σιγουριά, χρεόγραφο, μετοχή, εγγυητής; USER: ασφάλεια, ασφάλιση, εγγύηση, ασφάλειας, ασφαλείας

GT GD C H L M O
segments /ˈseɡ.mənt/ = NOUN: τμήμα, τεμάχιο; VERB: διατέμνω; USER: τμήματα, τμημάτων, τα τμήματα, τομέων, τομείς

GT GD C H L M O
selling /ˌbestˈsel.ər/ = NOUN: πώληση, πωλών; USER: πώληση, πώλησης, πωλούν, την πώληση, πωλήσεις

GT GD C H L M O
service /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας

GT GD C H L M O
services /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που

GT GD C H L M O
sharing /ˈdʒɒb.ʃeər/ = NOUN: μοιρασιά; USER: ανταλλαγή, μοιράζονται, κοινή χρήση, την ανταλλαγή, μοιράζεται

GT GD C H L M O
standard /ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπο, μέτρο, κανών, σημαία, φλάμπουρο; ADJECTIVE: κανονικός, πρότυπος, καθιερωμένος, σταθερός, κριτήριος; USER: πρότυπο, τυπική, προτύπου, πρότυπα

GT GD C H L M O
standards /ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπα; USER: πρότυπα, προτύπων, προδιαγραφές, τα πρότυπα, κανόνες

GT GD C H L M O
subpoenas /səˈpiː.nə/ = NOUN: κλήτευση, κλήση; VERB: κλητεύω, καλώ εις το 'ικαστήριο; USER: κλητεύσεις, κλήσεις, κλήσεων, κλήσεις του, Iίαιη προσαiωiή,

GT GD C H L M O
subsidiaries /səbˈsɪd.i.ər.i/ = NOUN: θυγατρική, δευτερεύων, εταιρία υπό ξένη κυριότητα; USER: θυγατρικές, θυγατρικές εταιρείες, θυγατρικών, θυγατρικές της, των θυγατρικών

GT GD C H L M O
substantially /səbˈstanCHəlē/ = USER: ουσιαστικά, ουσιωδώς, σημαντικά, ουσιαστικώς, αισθητά

GT GD C H L M O
such /sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε; USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών

GT GD C H L M O
technology /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών

GT GD C H L M O
textron

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
things /θɪŋ/ = NOUN: πράγμα; USER: τα πράγματα, πράγματα, πράγματα που, πραγμάτων, δραστηριότητες, δραστηριότητες

GT GD C H L M O
third /θɜːd/ = USER: third-, third; USER: τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων, τρίτων

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
those /ðəʊz/ = PRONOUN: tamti; USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
training /ˈtreɪ.nɪŋ/ = NOUN: εκπαίδευση, προπόνηση, εξάσκηση, γύμναση; USER: εκπαίδευση, προπόνηση, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης

GT GD C H L M O
transaction /trænˈzæk.ʃən/ = NOUN: συναλλαγή, πράξη, δοσοληψία, αγοραπωλησία, συνδιαλλαγή, διεξαγωγή; USER: συναλλαγή, πράξη, συναλλαγής, συναλλαγών, πράξης

GT GD C H L M O
transfer /trænsˈfɜːr/ = NOUN: μεταβίβαση, μεταφορά, μετάθεση, έμβασμα, μετεπιβίβαση, ανταπόκριση, εισιτήριο αλλαγής λεωφορείου; VERB: μεταφέρω, μεταβιβάζω, μεταθέτω, μετακινώ; USER: μεταφορά, μεταβίβαση, μεταφέρω, μεταφέρετε, μεταφέρει

GT GD C H L M O
transferred /trænsˈfɜːr/ = VERB: μεταφέρω, μεταβιβάζω, μεταθέτω, μετακινώ; USER: μεταφέρονται, μεταβιβάζονται, μεταφέρεται, μεταφερθούν, μεταφέρθηκε

GT GD C H L M O
unaffiliated /ˌənəˈfilēˌātid/ = USER: αγνώστους, συγγενές, ξένος, μη συνδεδεμένο, μη συγγενές,

GT GD C H L M O
unauthorized /ˌənˈôTHəˌrīzd/ = ADJECTIVE: ανεξουσιοδότητος; USER: μη εξουσιοδοτημένη, χωρίς άδεια, παράνομη, μη εξουσιοδοτημένης, παράνομης

GT GD C H L M O
units /ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς; USER: μονάδες, μονάδων, οι μονάδες, τις μονάδες, μονάδες που

GT GD C H L M O
unless /ənˈles/ = CONJUNCTION: εκτός, εάν, εί μη; USER: εκτός, εάν, εκτός εάν, εκτός αν, αν

GT GD C H L M O
us /ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς; USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να

GT GD C H L M O
usage /ˈjuː.sɪdʒ/ = NOUN: χρήση, μεταχείριση, έξη; USER: χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρήση του, χρήσης του

GT GD C H L M O
use /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε

GT GD C H L M O
vendors /ˈven.dər/ = USER: πωλητές, προμηθευτές, οι πωλητές, τους προμηθευτές, τους πωλητές

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
who /huː/ = PRONOUN: ποιός; USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

214 words