Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
access
/ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο;
USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση
GT
GD
C
H
L
M
O
accordance
/əˈkɔː.dəns/ = NOUN: συμφωνία;
USER: συμφωνία, σύμφωνα, βάσει, φωνα, κατά
GT
GD
C
H
L
M
O
acquired
/əˈkwaɪər/ = ADJECTIVE: επίκτητος;
USER: αποκτήθηκαν, απέκτησε, αποκτήσει, αποκτηθεί, αποκτήθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
addresses
/əˈdres/ = NOUN: διεύθυνση, προσφώνηση;
VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ;
USER: διευθύνσεις, διευθύνσεων, τις διευθύνσεις, διεύθυνση, στην διεύθυνση
GT
GD
C
H
L
M
O
administer
/ədˈmɪn.ɪ.stər/ = VERB: διαχειρίζομαι, παρέχω, δίδω;
USER: διαχείριση, τη διαχείριση, διαχειρίζεται, διαχειρίζονται, χορήγηση
GT
GD
C
H
L
M
O
adopted
/əˈdɒp.tɪd/ = ADJECTIVE: θετός;
USER: θεσπίζονται, εγκρίθηκε, ενέκρινε, υιοθέτησε, εξέδωσε
GT
GD
C
H
L
M
O
agents
/ˈeɪ.dʒənt/ = NOUN: μέσο, παράγων, πράκτορας, αντιπρόσωπος, συντελεστής, αγών, πράκτωρας;
USER: παράγοντες, πράκτορες, παραγόντων, μέσα, πρακτόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
aggregated
/ˈæɡ.rɪ.ɡeɪt/ = VERB: συναθροίζω, αθροίζω;
USER: συγκεντρωτικά, συγκεντρωτική, συγκεντρωτικές, συγκεντρωτικών, συγκεντρωτικό
GT
GD
C
H
L
M
O
agree
/əˈɡriː/ = VERB: συμφωνώ, δέχομαι;
USER: συμφωνώ, συμφωνούν, συμφωνήσουν, συμφωνήσει, συμφωνείτε, συμφωνείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
among
/əˈmʌŋ/ = PREPOSITION: αναμεταξύ;
USER: μεταξύ, μεταξύ των, ανάμεσα, ανάμεσα σε, στους, στους
GT
GD
C
H
L
M
O
analyzing
/ˈæn.əl.aɪz/ = VERB: αναλύω;
USER: αναλύοντας, ανάλυση, την ανάλυση, ανάλυσης, αναλύει
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
another
/əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος;
USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο
GT
GD
C
H
L
M
O
anti
/ˈæn.ti/ = PREFIX: αντι-;
USER: αντι, anti, κατά, καταπολέμησης, καταπολέμηση
GT
GD
C
H
L
M
O
any
/ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας;
USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
applicable
/əˈplɪk.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: εφαρμόσιμος;
USER: εφαρμόζεται, εφαρμόζονται, ισχύει, ισχύουν, εφαρμοστέο
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
assets
/ˈaset/ = NOUN: ακίνητη περιουσία, ενεργητικόν;
USER: ενεργητικού, περιουσιακά στοιχεία, περιουσιακών στοιχείων, στοιχεία ενεργητικού, περιουσιακά
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
authentication
/ɔːˈθen.tɪ.keɪt/ = NOUN: πιστοποίηση, επικύρωση;
USER: πιστοποίηση, επικύρωση, ταυτότητας, ελέγχου ταυτότητας, έλεγχο ταυτότητας
GT
GD
C
H
L
M
O
authorize
/ˈɔː.θər.aɪz/ = VERB: εξουσιοδοτώ, εγκρίνω;
USER: επιτρέπουν, εγκρίνει, εγκρίνουν, επιτρέψει, επιτρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
available
/əˈveɪ.lə.bl̩/ = ADJECTIVE: διαθέσιμος;
USER: διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμο, διαθέσιμες, διαθέσιμη, διαθέσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
because
/bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι;
USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί
GT
GD
C
H
L
M
O
behalf
/bɪˈhɑːf/ = NOUN: χάρη, συμφέρο;
USER: λογαριασμό, ονόματος, εξ ονόματος, εκ μέρους, μέρους
GT
GD
C
H
L
M
O
business
/ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση;
USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
businesses
/ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση;
USER: επιχειρήσεις, επιχειρήσεων, τις επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις, των επιχειρήσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
but
/bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις;
PREPOSITION: εκτός;
USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
care
/keər/ = NOUN: φροντίδα, περίθαλψη, προσοχή, έγνοια, σκοτούρα;
VERB: φροντίζω, νοιάζομαι;
USER: φροντίδα, περίθαλψη, νοιάζονται, νοιάζει, φροντίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
collect
/kəˈlekt/ = VERB: συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, παίρνω, εισπράττω, περισυλλέγω, περιμαζεύω, συγκεντρώνομαι, συμμαζεύω, κάνω έρανο;
NOUN: προσευχή;
USER: συλλέγουν, συλλέγει, συλλογή, συλλέξει, τη συλλογή
GT
GD
C
H
L
M
O
collection
/kəˈlek.ʃən/ = NOUN: συλλογή, είσπραξη, έρανος, σωρός;
USER: συλλογή, είσπραξη, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξης
GT
GD
C
H
L
M
O
combination
/ˌkɒm.bɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: μάχη, πάλη, αγών;
VERB: μάχομαι, πολεμώ;
USER: συνδυασμός, συνδυασμό, συνδυασμού, ο συνδυασμός
GT
GD
C
H
L
M
O
communicate
/kəˈmyo͞onəˌkāt/ = VERB: επικοινωνώ, ανακοινώνω, μεταδίδω, συνεννοούμαι, κοινωνώ, μεταβιβάζω;
USER: επικοινωνώ, επικοινωνούν, ανακοινώνουν, κοινοποιούν, επικοινωνία
GT
GD
C
H
L
M
O
complete
/kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: πλήρης, ολοκληρωμένος, τέλειος, τελειωμένος, ολικός;
VERB: ολοκληρώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω;
USER: πλήρης, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωση, ολοκληρώσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
compliance
/kəmˈplaɪ.əns/ = NOUN: συμμόρφωση, ενδοτικότητα, υποταγή, υποχωρητικότης;
USER: συμμόρφωση, συμμόρφωσης, τήρηση, σύμφωνα, τη συμμόρφωση
GT
GD
C
H
L
M
O
comply
/kəmˈplaɪ/ = VERB: συμμορφώνομαι, συμμορφούμαι;
USER: συμμορφώνονται, συμμορφώνεται, συμμορφωθεί, συμμορφωθούν, τηρούν
GT
GD
C
H
L
M
O
conduct
/kənˈdʌkt/ = NOUN: συμπεριφορά, διεξαγωγή, διαγωγή, οδηγία;
VERB: διευθύνω, διεξάγω, καθοδηγώ, άγω, οδηγώ, φέρω;
USER: συμπεριφορά, διεξαγωγή, τη διεξαγωγή, διεξάγει, διεξάγουν
GT
GD
C
H
L
M
O
confidential
/ˌkɒn.fɪˈden.ʃəl/ = ADJECTIVE: εμπιστευτικός, απόρρητος;
USER: εμπιστευτικός, εμπιστευτικές, εμπιστευτικά, εμπιστευτικών, εμπιστευτική
GT
GD
C
H
L
M
O
consent
/kənˈsent/ = NOUN: συγκατάθεση, συναίνεση, συγκατάβαση;
VERB: συγκατατίθεμαι, αποδέχομαι, στέργω, συγκατίθεμαι, συναίνω;
USER: συγκατάθεση, συναίνεση, συγκατάθεσή, τη συγκατάθεσή, συγκατάθεσης
GT
GD
C
H
L
M
O
contact
/ˈkɒn.tækt/ = NOUN: επαφή, γνωριμία;
VERB: έρχομαι σε επαφή, συναντώ, έρχομαι εις επαφήν;
USER: επαφή, επικοινωνήστε, επικοινωνήσετε, επικοινωνήστε με, επικοινωνήσετε με
GT
GD
C
H
L
M
O
contractual
//kənˈtrakCHo͞oəl/ = ADJECTIVE: του συμβολαίου;
USER: συμβατικών, συμβατικής, συμβατική, συμβατικές, συμβατικό
GT
GD
C
H
L
M
O
corruption
/kəˈrʌp.ʃən/ = NOUN: διαφθορά, δωροδοκία, φθορά, αλλοίωση, παραφθορά;
USER: διαφθορά, δωροδοκία, διαφθοράς, της διαφθοράς, δωροδοκίας
GT
GD
C
H
L
M
O
court
/kɔːt/ = NOUN: δικαστήριο, γήπεδο, αυλή, προαύλιο, ανάκτορο, μέγαρο, περιποίηση, φλερτ;
VERB: ερωτοτροπώ, περιποιούμαι, κορτάρω;
USER: δικαστήριο, γήπεδο, Δικαστηρίου, του Δικαστηρίου, δικαστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
covered
/-kʌv.əd/ = ADJECTIVE: σκεπαστός;
USER: καλύπτονται, καλύπτεται, που καλύπτονται, που, καλύπτει
GT
GD
C
H
L
M
O
customer
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης;
USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
customers
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες;
USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
data
/ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο;
USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα
GT
GD
C
H
L
M
O
described
/dɪˈskraɪb/ = VERB: περιγράφω, χαρακτηρίζω;
USER: περιγράφεται, περιγράφονται, περιγράφηκε, περιγραφεί, που περιγράφονται, που περιγράφονται
GT
GD
C
H
L
M
O
developed
/dɪˈvel.əpt/ = ADJECTIVE: αναπτηγμένος;
USER: αναπτύχθηκε, αναπτύχθηκαν, αναπτυχθεί, ανεπτυγμένες, αναπτυγμένες, αναπτυγμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
development
/dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση;
USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης
GT
GD
C
H
L
M
O
diligence
/ˈdɪl.ɪ.dʒənt/ = NOUN: επιμέλεια, προκοπή, ταχυδρομική άμαξα;
USER: επιμέλεια, επιμέλειας, υποχρέωσης επιμέλειας, επιμελείας, ευσυνειδησίας
GT
GD
C
H
L
M
O
direct
/daɪˈrekt/ = ADJECTIVE: απευθείας, άμεσος, ευθύς, ειλικρινής;
VERB: διευθύνω, απευθύνω, κατευθύνω, δείχνω;
USER: κατευθύνουν, κατευθύνει, άμεση, διευθύνουν, απευθείας
GT
GD
C
H
L
M
O
disclose
/dɪˈskləʊz/ = VERB: αποκαλύπτω, φανερώνω;
USER: αποκαλύπτουν, γνωστοποιεί, αποκαλύπτει, γνωστοποιήσει, αποκαλύψει
GT
GD
C
H
L
M
O
disclosing
/dɪˈskləʊz/ = VERB: αποκαλύπτω, φανερώνω;
USER: αποκάλυψη, αποκαλύπτει, γνωστοποιώντας, αποκαλύπτουν, δημοσιοποίηση
GT
GD
C
H
L
M
O
disclosure
/dɪˈskləʊ.ʒər/ = NOUN: αποκάλυψη, παράθεση;
USER: αποκάλυψη, γνωστοποίηση, κοινοποίηση, δημοσιοποίηση, κοινολόγηση
GT
GD
C
H
L
M
O
divisions
/dɪˈvɪʒ.ən/ = NOUN: διαίρεση, τμήμα, μεραρχία, διχασμός, μοίρασια, συνομοταξία, μεταρχία;
USER: διαιρέσεις, τμήματα, διασπάσεις, διαιρέσεων, τμημάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
do
/də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
NOUN: ντο, υποδοχή;
USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
documentation
/ˌdɒk.jʊ.menˈteɪ.ʃən/ = NOUN: απόδειξη με έγγραφα;
USER: τεκμηρίωση, τεκμηρίωσης, έγγραφα, τεκμηρίωση του, τεκμηρίωση που
GT
GD
C
H
L
M
O
done
/dʌn/ = ADJECTIVE: γινώμενος, καμωμένος;
USER: γίνεται, γίνει, κάνει, γίνονται, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
due
/djuː/ = ADJECTIVE: οφειλόμενος, ληξιπρόθεσμος;
USER: λόγω, λόγω της, οφείλεται, οφείλονται, εξαιτίας
GT
GD
C
H
L
M
O
e
/iː/ = NOUN: μι;
USER: ε, e, ηλεκτρονικού, Αποστολή e, ηλεκτρονικό
GT
GD
C
H
L
M
O
email
/ˈiː.meɪl/ = USER: e-mail, email, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ταχυδρομείου, ταχυδρομείου
GT
GD
C
H
L
M
O
employee
/ɪmˈplɔɪ.iː/ = NOUN: υπάλληλος;
USER: υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο
GT
GD
C
H
L
M
O
employees
/ɪmˈplɔɪ.iː/ = NOUN: υπάλληλος;
USER: υπαλλήλους, εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι, εργαζομένων, εργαζόμενους
GT
GD
C
H
L
M
O
encryption
/ɪnˈkrɪpt/ = USER: κρυπτογράφησης, κρυπτογράφηση, την κρυπτογράφηση, κρυπτοθέτησης
GT
GD
C
H
L
M
O
enforce
/ɪnˈfɔːs/ = VERB: επιβάλλω, θέτω σε ενέργεια;
USER: επιβάλουν, επιβολή, την επιβολή, επιβάλλουν, επιβάλει
GT
GD
C
H
L
M
O
engagement
/enˈgājmənt/ = NOUN: σύμπλεξη, συμπλοκή, αρραβώνες, μνηστεία, ασχολία, υπόσχεση;
USER: σύμπλεξη, δέσμευση, εμπλοκή, αρραβώνων, εμπλοκής
GT
GD
C
H
L
M
O
establish
/ɪˈstæb.lɪʃ/ = VERB: ιδρύω, εγκαθιστώ, αποδεικνύω, καθιερώνω;
USER: δημιουργία, θεσπίσει, θέσπιση, καθιερώσει, καθιέρωση
GT
GD
C
H
L
M
O
etc
/ɪt.ˈset.ər.ə/ = ADVERB: και τα λοιπά;
USER: κλπ, κλπ., κ.λπ., etc, κτλ, κτλ
GT
GD
C
H
L
M
O
event
/ɪˈvent/ = NOUN: συμβάν;
USER: συμβάν, περίπτωση, εκδήλωση, γεγονός, περιπτώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
explicitly
/ɪkˈsplɪs.ɪt/ = USER: ρητά, ρητώς, ρητή, σαφώς
GT
GD
C
H
L
M
O
family
/ˈfæm.əl.i/ = NOUN: οικογένεια, γένος, σόι;
USER: οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακό, οικογενειακή, οικογένειά
GT
GD
C
H
L
M
O
financial
/faɪˈnæn.ʃəl/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός;
NOUN: γενική λογιστική;
USER: χρηματοδοτική, οικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό
GT
GD
C
H
L
M
O
first
/ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first;
USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
functions
/ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα;
USER: λειτουργίες, συναρτήσεις, λειτουργιών, τις λειτουργίες, καθήκοντα
GT
GD
C
H
L
M
O
g
/dʒiː/ = NOUN: σολ;
USER: g, ζ, γρ, γραμ.
GT
GD
C
H
L
M
O
gather
/ˈɡæð.ər/ = VERB: μαζεύω, συλλέγω, συναθροίζω, συνάγω, συναθροίζομαι;
USER: συγκεντρώσει, συγκεντρώνουν, συλλέξει, συγκεντρωθούν, συγκεντρώνει
GT
GD
C
H
L
M
O
global
/ˈɡləʊ.bəl/ = ADJECTIVE: καθολικός, σφαιρικός;
USER: παγκόσμια, παγκόσμιο, παγκόσμιων, παγκόσμιες, παγκόσμιας
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
help
/help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός;
VERB: βοηθώ;
USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει
GT
GD
C
H
L
M
O
identifiable
/īˈdentiˌfīəbəl/ = USER: αναγνωρίσιμα, αναγνωρίσιμες, αναγνωρίσιμο, αναγνωρίσιμων, αναγνωρίσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
improve
/ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω;
USER: βελτίωση, τη βελτίωση της, βελτίωση της, τη βελτίωση, βελτιώσει, βελτιώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
inc
/ɪŋk/ = USER: inc, Φ.Π.Α., με Φ.Π.Α., βαρών, περ.
GT
GD
C
H
L
M
O
includes
/ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω;
USER: περιλαμβάνει, συμπεριλαμβάνει, περιλαμβάνονται, περιλαμβάνει την, περιλαμβάνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
indirect
/ˌɪn.daɪˈrekt/ = ADJECTIVE: έμμεσος, πλάγιος;
USER: έμμεσος, έμμεση, έμμεσες, έμμεσης, έμμεσων
GT
GD
C
H
L
M
O
individuals
/ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο;
USER: άτομα, ιδιώτες, τα άτομα, πρόσωπα, ατόμων
GT
GD
C
H
L
M
O
information
/ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση;
USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
inquiries
/ɪnˈkwaɪə.ri/ = NOUN: έρευνα, εξέταση, ερώτηση, αίτηση πληροφορίων;
USER: έρευνες, ερευνών, τις έρευνες, πληροφορίες, ερωτήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
intercompany
= USER: μεταξύ επιχειρήσεων, διεταιρικών,
GT
GD
C
H
L
M
O
interest
/ˈɪn.trəst/ = NOUN: τόκος, συμφέρο, ενδιαφέρο;
VERB: ενδιαφέρω;
USER: τόκος, ενδιαφέροντος, ενδιαφέρον, συμφέρον, συμφέροντος
GT
GD
C
H
L
M
O
internally
/ɪnˈtɜː.nəl/ = ADVERB: εσωτερικώς;
USER: εσωτερικώς, εσωτερικά, εσωτερικό, στο εσωτερικό, εσωτερικό της
GT
GD
C
H
L
M
O
introduce
/ˌɪn.trəˈdjuːs/ = VERB: παρουσιάζω, εισάγω, συστήνω, συνιστώ;
USER: εισαγάγει, εισάγουν, εισαγάγουν, εισαγωγή, εισάγει
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
its
/ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του;
USER: του, της, τους, τους
GT
GD
C
H
L
M
O
know
/nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα;
USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
last
/lɑːst/ = ADJECTIVE: τελευταίος, τελικός, ύστατος;
NOUN: καλαπόδι;
VERB: διαρκώ;
USER: τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίας, περασμένο, περασμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
law
/lɔː/ = NOUN: νόμος, νομική, δίκαιο νομικής;
ADJECTIVE: νομικός;
USER: νόμος, νομική, δικαίου, δίκαιο, νόμου
GT
GD
C
H
L
M
O
learn
/lɜːn/ = VERB: μαθαίνω, μανθάνω, πηδώ;
USER: μάθετε, μαθαίνουν, να μάθουν, μάθουν, μάθει, μάθει
GT
GD
C
H
L
M
O
let
/let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω;
NOUN: μίσθωση, κώλυμα;
USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
limiting
/ˈlɪm.ɪ.tɪŋ/ = VERB: περιορίζω, συμπτύσσω;
USER: περιορίζοντας, περιορισμό, τον περιορισμό, περιορίζει, περιορισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
maintain
/meɪnˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι;
USER: διατηρούν, διατηρηθεί, διατήρηση, διατηρήσει, διατηρεί
GT
GD
C
H
L
M
O
may
/meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may;
USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
member
/ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος;
USER: μέλος, μέλη, μέλους, του μέλους, μελών
GT
GD
C
H
L
M
O
members
/ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος;
USER: μέλη, τα μέλη, μελών, μέλη της, μέλη του
GT
GD
C
H
L
M
O
names
/neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη;
VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω;
USER: ονόματα, τα ονόματα, ονομάτων, ονομασίες, ονόματα των
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
notice
/ˈnəʊ.tɪs/ = NOUN: ανακοίνωση, ειδοποίηση, προσοχή, είδηση, αναγγελία, παραγγελία, κριτικό σημείωμα;
VERB: παρατηρώ, προσέχω;
USER: ανακοίνωση, ειδοποίηση, παρατηρώ, παρατηρήσετε, την ανακοίνωση
GT
GD
C
H
L
M
O
numerous
/ˈnjuː.mə.rəs/ = ADJECTIVE: πολυάριθμος;
USER: πολυάριθμες, πολλές, πολυάριθμα, πολλά, πολυάριθμων
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
offer
/ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση;
VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω;
USER: προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει, προσφέρουμε, παρέχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
opportunities
/ˌɒp.əˈtjuː.nə.ti/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα;
USER: ευκαιρίες, ευκαιριών, δυνατότητες, τις ευκαιρίες, ευκαιρίες για, ευκαιρίες για
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
orders
/ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας;
VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω;
USER: παραγγελίες, παραγγελιών, εντολές, εντολών, διαταγές
GT
GD
C
H
L
M
O
other
/ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος;
USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους
GT
GD
C
H
L
M
O
others
/ˈʌð.ər/ = USER: άλλοι, άλλα, άλλους, άλλων, άλλες
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
outside
/ˌaʊtˈsaɪd/ = ADVERB: εκτός, έξω, απέξω;
ADJECTIVE: εξωτερικός;
NOUN: εξωτερικό μέρος;
USER: έξω, εκτός, έξω από, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερική
GT
GD
C
H
L
M
O
part
/pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος;
VERB: χωρίζω, χωρίζομαι;
USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
parties
/ˈpɑː.ti/ = NOUN: κόμμα, ομάδα, πάρτι, πρόσωπο, πάρτυ, παρέα, διασκέδαση, άγημα, μερίς, κόμμα πολιτικό, ομάς, φατρία, εσπερίς;
USER: μέρη, κόμματα, μερών, συμβαλλόμενα μέρη, τα μέρη
GT
GD
C
H
L
M
O
partner
/ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής;
USER: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, εταίρους, εταίρο
GT
GD
C
H
L
M
O
party
/ˈpɑː.ti/ = NOUN: κόμμα, ομάδα, πάρτι, πρόσωπο, πάρτυ, παρέα, διασκέδαση, άγημα, μερίς, κόμμα πολιτικό, ομάς, φατρία, εσπερίς;
USER: κόμμα, πάρτι, πάρτυ, κόμματος, διάδικος
GT
GD
C
H
L
M
O
perform
/pəˈfɔːm/ = VERB: εκτελώ, παριστάνω εν θεάτρω;
USER: εκτελέσει, εκτελούν, εκτέλεση, εκτελεί, εκτελέσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
personally
/ˈpɜː.sən.əl.i/ = ADVERB: προσωπικά, προσωπικώς;
USER: προσωπικά, προσωπική, προσωπικές, προσωπικώς
GT
GD
C
H
L
M
O
policy
/ˈpɒl.ə.si/ = NOUN: πολιτική, τακτική, ασφαλιστικό συμβόλαιο, συμβόλαιο ασφάλειας;
USER: πολιτική, πολιτικής, της πολιτικής, την πολιτική, πολιτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
practices
/ˈpræk.tɪs/ = NOUN: πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση, συνήθεια, χρήση, πείρα, έθιμο, πελατεία, μάθηση;
VERB: εξασκώ, ασκούμαι, εφαρμόζω;
USER: πρακτικές, πρακτικών, τις πρακτικές, των πρακτικών, πρακτικές που
GT
GD
C
H
L
M
O
pre
/priː-/ = PREFIX: προ-;
USER: προ, πριν, pre, προ της, πριν από
GT
GD
C
H
L
M
O
preparing
/prɪˈpeər/ = VERB: προετοιμάζω, ετοιμάζω, παρασκευάζω, προπαρασκευάζω;
USER: προετοιμασία, την προετοιμασία, παρασκευή, προετοιμασία των, προετοιμάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
prevent
/prɪˈvent/ = VERB: εμποδίζω, προλαμβάνω, προλαβαίνω;
USER: πρόληψη, την πρόληψη, εμποδίζουν, αποτροπή, αποτρέψει
GT
GD
C
H
L
M
O
privacy
/ˈprɪv.ə.si/ = NOUN: μυστικότητα, ησυχία, μοναξιά, ερημιά, μυστικότης;
USER: μυστικότητα, ησυχία, προστασία προσωπικών δεδομένων, ιδιωτικής ζωής, προσωπικών δεδομένων
GT
GD
C
H
L
M
O
procedures
/prəˈsiː.dʒər/ = NOUN: διαδικασία, πορεία, τρόπος ενέργειας, διάβημα;
USER: διαδικασίες, διαδικασιών, οι διαδικασίες, τις διαδικασίες, των διαδικασιών
GT
GD
C
H
L
M
O
process
/ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία
GT
GD
C
H
L
M
O
products
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που
GT
GD
C
H
L
M
O
promoting
/prəˈməʊt/ = VERB: προάγω, προβιβάζω, παροτρύνω;
USER: την προώθηση της, προώθηση της, προωθώντας, προώθηση, την προώθηση
GT
GD
C
H
L
M
O
promotion
/prəˈməʊ.ʃən/ = NOUN: προαγωγή, προβολή, προβιβασμός;
USER: προαγωγή, προβολή, προώθηση, προώθησης, την προώθηση
GT
GD
C
H
L
M
O
property
/ˈprɒp.ə.ti/ = NOUN: ιδιοκτησία, ιδιότητα, περιουσία, κυριότητα, ιδιότης, κυριότης;
USER: ιδιοκτησία, περιουσία, ιδιότητα, κυριότητα, ιδιοκτησίας
GT
GD
C
H
L
M
O
protect
/prəˈtekt/ = VERB: προστατεύω, προφυλάσσω, υποθάλπω;
USER: προστασία, την προστασία, προστατεύουν, προστατεύσουν, προστατεύσει
GT
GD
C
H
L
M
O
provide
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή
GT
GD
C
H
L
M
O
provided
/prəˈvīd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχεται, παρέχονται, που, προβλέπεται, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
providers
/prəˈvaɪ.dər/ = NOUN: προμηθευτής, χορηγός;
USER: παρόχους, πάροχοι, παρόχων, οι πάροχοι, παροχείς
GT
GD
C
H
L
M
O
providing
/prəˈvaɪd/ = NOUN: χορήγηση;
USER: χορήγηση, παροχή, παρέχοντας, την παροχή, παρέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
publicly
/ˈpʌb.lɪ.kli/ = ADVERB: δημοσίως;
USER: δημοσίως, κοινό, δημόσια, στο κοινό, δημόσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
purchase
/ˈpɜː.tʃəs/ = NOUN: αγορά, στήριγμα, παλάγκο;
VERB: αγοράζω, ψωνίζω;
USER: αγορά, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράζουν, την αγορά
GT
GD
C
H
L
M
O
purposes
/ˈpɜː.pəs/ = NOUN: σκοπός, πρόθεση, προορισμός;
VERB: σκοπεύω, προτίθεμαι;
USER: σκοπούς, τους σκοπούς, λόγους, σκοπό
GT
GD
C
H
L
M
O
questionnaires
/ˌkwesCHəˈne(ə)r/ = NOUN: ερωτηματολόγιο;
USER: ερωτηματολόγια, ερωτηματολογίων, τα ερωτηματολόγια, ερωτηματολόγια που, ερωτηματολόγιο
GT
GD
C
H
L
M
O
reason
/ˈriː.zən/ = NOUN: λόγος, αιτία, λογικό, φρένα;
VERB: συζητώ, λογικεύομαι, κρίνω;
USER: λόγος, αιτία, λόγο, λόγω, λόγος για, λόγος για
GT
GD
C
H
L
M
O
regulations
/ˌreɡ.jʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: κανονισμοί;
USER: κανονισμοί, κανονισμούς, κανονισμών, κανονιστικές, κανονιστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
related
/rɪˈleɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: συγγενεύων;
USER: που σχετίζονται, σχετίζονται, σχετίζεται, αφορούν, συνδέονται
GT
GD
C
H
L
M
O
relationships
/rɪˈleɪ.ʃən.ʃɪp/ = NOUN: σχέση, συγγένεια;
USER: σχέσεις, σχέσεων, τις σχέσεις, οι σχέσεις, των σχέσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
relevant
/ˈrel.ə.vənt/ = ADJECTIVE: σχετικός, πρέπων;
USER: σχετικές, σχετική, σχετικών, σχετικά, σχετικό
GT
GD
C
H
L
M
O
renew
/rɪˈnjuː/ = VERB: αφαιρώ, απομακρύνω, βγάζω, μετακινώ, μεταφέρω, μετακομίζω, μεταθέτω, προάγομαι;
USER: ανανεώσει, ανανέωση, ανανεώσουν, την ανανέωση, ανανεώνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
reporting
/rɪˈpɔːt/ = VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω;
USER: εκθέσεων, την υποβολή εκθέσεων, υποβολή εκθέσεων, αναφορά, αναφοράς
GT
GD
C
H
L
M
O
request
/rɪˈkwest/ = NOUN: αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση;
VERB: ζητώ, παρακαλώ;
USER: ζητήσει, να ζητήσει, ζητήσουν, ζητούν, ζητά
GT
GD
C
H
L
M
O
requests
/rɪˈkwest/ = NOUN: αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση;
VERB: ζητώ, παρακαλώ;
USER: αιτήσεις, αιτήματα, αιτήσεων, ζητά, ζητεί
GT
GD
C
H
L
M
O
respond
/rɪˈspɒnd/ = VERB: απαντώ, αποκρίνομαι;
USER: ανταποκρίνονται, ανταποκριθεί, ανταποκριθούν, απαντήσει, ανταποκρίνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
restrictions
/rɪˈstrɪk.ʃən/ = NOUN: περιορισμός;
USER: περιορισμούς, περιορισμοί, περιορισμών, τους περιορισμούς, οι περιορισμοί
GT
GD
C
H
L
M
O
reveal
/rɪˈviːl/ = VERB: αποκαλύπτω, εμφανίζω;
USER: αποκαλύπτουν, αποκαλύψουν, αποκαλύψει, αποκαλύπτει, φανερώνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
reviewing
/rɪˈvjuː/ = VERB: αναθεωρώ;
USER: επανεξέταση, αναθεώρηση, την αναθεώρηση, την επανεξέταση, επανεξετάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
rights
/raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό;
VERB: δικαιώ, επανορθώ;
USER: δικαιώματα, τα δικαιώματα, δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων, δικαιώματα των
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
safety
/ˈseɪf.ti/ = NOUN: ασφάλεια, σιγουριά;
ADJECTIVE: ασφαλής;
USER: ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας
GT
GD
C
H
L
M
O
sale
/seɪl/ = NOUN: πώληση, εκπτώσεις, πώλησις, ευκαιρία;
USER: πώληση, πώλησης, Τιμή πώλησης, Τιμή πώλησης
GT
GD
C
H
L
M
O
security
/sɪˈkjʊə.rɪ.ti/ = NOUN: ασφάλεια, εγγύηση, ασφάλιση, σιγουριά, χρεόγραφο, μετοχή, εγγυητής;
USER: ασφάλεια, ασφάλιση, εγγύηση, ασφάλειας, ασφαλείας
GT
GD
C
H
L
M
O
segments
/ˈseɡ.mənt/ = NOUN: τμήμα, τεμάχιο;
VERB: διατέμνω;
USER: τμήματα, τμημάτων, τα τμήματα, τομέων, τομείς
GT
GD
C
H
L
M
O
selling
/ˌbestˈsel.ər/ = NOUN: πώληση, πωλών;
USER: πώληση, πώλησης, πωλούν, την πώληση, πωλήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
service
/ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία;
VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας
GT
GD
C
H
L
M
O
services
/ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία;
VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που
GT
GD
C
H
L
M
O
sharing
/ˈdʒɒb.ʃeər/ = NOUN: μοιρασιά;
USER: ανταλλαγή, μοιράζονται, κοινή χρήση, την ανταλλαγή, μοιράζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
standard
/ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπο, μέτρο, κανών, σημαία, φλάμπουρο;
ADJECTIVE: κανονικός, πρότυπος, καθιερωμένος, σταθερός, κριτήριος;
USER: πρότυπο, τυπική, προτύπου, πρότυπα
GT
GD
C
H
L
M
O
standards
/ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπα;
USER: πρότυπα, προτύπων, προδιαγραφές, τα πρότυπα, κανόνες
GT
GD
C
H
L
M
O
subpoenas
/səˈpiː.nə/ = NOUN: κλήτευση, κλήση;
VERB: κλητεύω, καλώ εις το 'ικαστήριο;
USER: κλητεύσεις, κλήσεις, κλήσεων, κλήσεις του, Iίαιη προσαiωiή,
GT
GD
C
H
L
M
O
subsidiaries
/səbˈsɪd.i.ər.i/ = NOUN: θυγατρική, δευτερεύων, εταιρία υπό ξένη κυριότητα;
USER: θυγατρικές, θυγατρικές εταιρείες, θυγατρικών, θυγατρικές της, των θυγατρικών
GT
GD
C
H
L
M
O
substantially
/səbˈstanCHəlē/ = USER: ουσιαστικά, ουσιωδώς, σημαντικά, ουσιαστικώς, αισθητά
GT
GD
C
H
L
M
O
such
/sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε;
USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
technology
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών
GT
GD
C
H
L
M
O
textron
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
things
/θɪŋ/ = NOUN: πράγμα;
USER: τα πράγματα, πράγματα, πράγματα που, πραγμάτων, δραστηριότητες, δραστηριότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
third
/θɜːd/ = USER: third-, third;
USER: τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων, τρίτων
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
those
/ðəʊz/ = PRONOUN: tamti;
USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
training
/ˈtreɪ.nɪŋ/ = NOUN: εκπαίδευση, προπόνηση, εξάσκηση, γύμναση;
USER: εκπαίδευση, προπόνηση, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
transaction
/trænˈzæk.ʃən/ = NOUN: συναλλαγή, πράξη, δοσοληψία, αγοραπωλησία, συνδιαλλαγή, διεξαγωγή;
USER: συναλλαγή, πράξη, συναλλαγής, συναλλαγών, πράξης
GT
GD
C
H
L
M
O
transfer
/trænsˈfɜːr/ = NOUN: μεταβίβαση, μεταφορά, μετάθεση, έμβασμα, μετεπιβίβαση, ανταπόκριση, εισιτήριο αλλαγής λεωφορείου;
VERB: μεταφέρω, μεταβιβάζω, μεταθέτω, μετακινώ;
USER: μεταφορά, μεταβίβαση, μεταφέρω, μεταφέρετε, μεταφέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
transferred
/trænsˈfɜːr/ = VERB: μεταφέρω, μεταβιβάζω, μεταθέτω, μετακινώ;
USER: μεταφέρονται, μεταβιβάζονται, μεταφέρεται, μεταφερθούν, μεταφέρθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
unaffiliated
/ˌənəˈfilēˌātid/ = USER: αγνώστους, συγγενές, ξένος, μη συνδεδεμένο, μη συγγενές,
GT
GD
C
H
L
M
O
unauthorized
/ˌənˈôTHəˌrīzd/ = ADJECTIVE: ανεξουσιοδότητος;
USER: μη εξουσιοδοτημένη, χωρίς άδεια, παράνομη, μη εξουσιοδοτημένης, παράνομης
GT
GD
C
H
L
M
O
units
/ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς;
USER: μονάδες, μονάδων, οι μονάδες, τις μονάδες, μονάδες που
GT
GD
C
H
L
M
O
unless
/ənˈles/ = CONJUNCTION: εκτός, εάν, εί μη;
USER: εκτός, εάν, εκτός εάν, εκτός αν, αν
GT
GD
C
H
L
M
O
us
/ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς;
USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να
GT
GD
C
H
L
M
O
usage
/ˈjuː.sɪdʒ/ = NOUN: χρήση, μεταχείριση, έξη;
USER: χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρήση του, χρήσης του
GT
GD
C
H
L
M
O
use
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
vendors
/ˈven.dər/ = USER: πωλητές, προμηθευτές, οι πωλητές, τους προμηθευτές, τους πωλητές
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
who
/huː/ = PRONOUN: ποιός;
USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
your
/jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj;
USER: σας, σου, σας για, το, το
214 words